του Θοδωρή Αλωνιστιώτη
Η κυβέρνηση προσπαθεί με κάθε τρόπο να πείσει τους υγειονομικούς και τον υπόλοιπο κόσμο ότι έχει πάρει εγκαίρως όλα τα απαραίτητα μέτρα για την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορονοϊού και ότι ετοιμάζει το σύστημα Υγείας για την αντιμετώπιση αυτών που θα νοσήσουν βαριά. Οπότε, κατά τα λεγόμενά τους, το μπαλάκι της ευθύνης πέφτει στο λαό, στο κατά πόσο θα πειθαρχήσει στα περιοριστικά μέτρα που πάρθηκαν, δηλαδή θα είναι αυτός που θα ευθύνεται εν τέλει για τη διασπορά της νόσου και κατ' επέκταση για τις αυξημένες υγειονομικές ανάγκες που θα προκύψουν. Οπως και στο γνωστό σποτ ενημέρωσης, συμπεριφέρεται σαν τον Πόντιο Πιλάτο που «νίπτει τας χείρας του»... έστω και σχολαστικά.
Ταυτόχρονα, έχουν έτοιμη και τη δικαιολογία μπροστά στο πιθανό σενάριο αδυναμίας του ΕΣΥ να ανταποκριθεί: «Δείτε τι γίνεται στις άλλες χώρες», «Ούτε εκεί τα κατάφεραν τα συστήματα Υγείας, αν και με περισσότερες υποδομές». Ακόμα και τις πιθανές απώλειες σε υγειονομικούς τις παρουσιάζουν ως κάτι το αναμενόμενο, που δεν μπορεί να αποτραπεί, παρομοιάζοντας μάλιστα το γεγονός αυτό με τις συνθήκες δράσης του υγειονομικού σε εμπόλεμη κατάσταση. Θυμίζει λίγο όσα έχουμε βιώσει μετά από σεισμούς, πυρκαγιές, πλημμύρες πολύ πρόσφατα στη χώρα μας, ώστε να κρυφτεί η κρατική ευθύνη για τις απώλειες σε ανθρώπινες ζωές κάτω από την ατομική ευθύνη του καθενός και τη σφοδρότητα των φαινομένων. Δεν έχουμε ακούσει άραγε ότι φταίει η κλιματική αλλαγή για τις πλημμύρες, όπως στη Μάνδρα, και όχι η παντελής έλλειψη αντιπλημμυρικών έργων, η άναρχη δόμηση κ.λπ.;
Κάθε μέρα στις 6 μ.μ. ενημερωνόμαστε για την έκβαση της επιδημίας, για νέες οδηγίες και τον τρόπο αντιμετώπισης, ο οποίος μάλιστα βασίζεται σε διεθνή επιστημονικά δεδομένα, στις οδηγίες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας και άλλων επιστημονικών φορέων, στην πείρα που έρχεται από άλλες χώρες που πλήττονται από την επιδημία.
Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Αξιοποιούνται όλη η θετική πείρα που υπάρχει και τα επιστημονικά δεδομένα από την αντιμετώπιση αυτής της πανδημίας ή και παλαιότερων; Ακολουθούνται όλες οι οδηγίες του ΠΟΥ όσον αφορά την πρόληψη και παρακολούθηση του πληθυσμού; Φτάνουν τα περιοριστικά μέτρα από μόνα τους για να αποτρέψουν την εξάπλωση του ιού; Και αυτός ο χρόνος που κερδίζεται, θα εξασφαλίσει τους όρους για την αντιμετώπιση των βαρέως πασχόντων που θα προκύψουν;
Η πολιτική της εμπορευματοποίησης της Υγείας δεν χωράει την προστασία της ζωής του λαού
Γεννάται το ερώτημα αν αυτά τα δεδομένα και η διεθνής πείρα περνιούνται μέσα από ένα κυβερνητικό «φίλτρο» για τη στρατηγική αντιμετώπισης. Βλέπουμε ήδη διαφορετικές χώρες να αντιμετωπίζουν με διαφορετικό τρόπο την πανδημία, και στις περισσότερες αυτό είναι άμεση συνάρτηση των συστημάτων Υγείας και της αυτάρκειας σε υλικοτεχνική υποδομή.
Και στη δική μας χώρα, βέβαια, ξέρουμε από πρώτο χέρι ότι το κράτος θεωρεί την Υγεία του λαού από τη μία κόστος και από την άλλη εμπόρευμα και πεδίο κερδοφορίας για τους ομίλους που το εμπορεύονται. Αυτό δεν έχει αλλάξει.
Μερικά ερωτήματα που θέλουν άμεση απάντηση:
Πρέπει ή δεν πρέπει, με βάση και τις οδηγίες του ΠΟΥ, να ελεγχθεί όσο γίνεται μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού κάνοντας το τεστ ανίχνευσης του ιού; Μέχρι τώρα έχει ελεγχθεί το 0,09%. Αυτό που ξέρουμε σίγουρα για τον SARS-COV-2 είναι η μεταδοτικότητά του και από ασυμπτωματικούς φορείς, σε κοντινή απόσταση έως 2 μέτρα, μέσω αερολύματος. Η νόσος έχει χρόνο επώασης κατά μέσο όρο 5 με 7 μέρες. Δηλαδή μέχρι την εμφάνιση των συμπτωμάτων, που θα οδηγήσουν κάποιον στον γιατρό ή στο τηλεφωνικό κέντρο του ΕΟΔΥ, υπάρχει ένα διάστημα έως και μίας εβδομάδας που μπορεί να μεταδίδει χωρίς να το γνωρίζει. Πολύ περισσότερες μέρες δε - μέχρι και τρεις βδομάδες - είναι αυτές για κάποιον που δεν έχει συμπτωματολογία. Ως εκ τούτου, περίπτωση διασποράς υπάρχει για παράδειγμα και σε χώρους δουλειάς, που συγκεντρώνουν μεγάλο αριθμό εργαζομένων, σε στρατόπεδα κ.α. Ο ενδεικτικός έλεγχος τέτοιων ομάδων ή και ασυμπτωματικών, ακόμα και η ανεύρεση θετικών στον ιό, θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ευνοϊκά για τον περιορισμό της νόσου και μέσω της διερεύνησης και ελέγχου των επαφών τους.
Ακόμα, ας σκεφτούμε έναν εργαζόμενο που υπό το φόβο της αναγκαστικής άδειας άνευ αποδοχών, της λήξης της σύμβασης (της απόλυσης δηλαδή), της μείωσης του χρόνου εργασίας και άρα του εισοδήματός του, αποκρύπτει συμπτώματα σχετιζόμενα με τη νόσο COVID-19 και συνεχίζει να εργάζεται. 'Η από την άλλη μεριά: Πόσοι εργαζόμενοι έχουν καταγγείλει ότι ακόμα κι αν εμφανίσουν συμπτώματα ή διαπιστωθεί ότι ανάμεσα στο προσωπικό υπήρξε κρούσμα, δεν γίνεται ούτε έλεγχος στους υπόλοιπους ούτε απομάκρυνση προληπτικά από το χώρο εργασίας;
Πρέπει ή δεν πρέπει να υπάρχει στενή παρακολούθηση αυτών που νοσούν, ακόμα και με ήπια συμπτωματολογία, αυτών που θεωρούνται ευπαθείς ομάδες; Η σοβαρή επιπλοκή της νόσου αφορά τη βαριά πνευμονία, η οποία μπορεί να εμφανίσει απότομη επιδείνωση ακόμα και τη δέκατη μέρα συμπτωμάτων. Η πλειοψηφία των νοσούντων αφορά τις ηλικίες 40 έως 65 ετών. Τα υποκείμενα νοσήματα, όπως αναφέρεται καθημερινά, είναι τα καρδιαγγειακά, ο διαβήτης, η υπέρταση, η χρόνια πνευμονοπάθεια, ο καρκίνος, η χρόνια νεφρική νόσος, η ανοσοκαταστολή. Στην Ελλάδα, αυτή τη στιγμή, μόνο οι διαβητικοί ασθενείς υπολογίζονται σε 1 εκατομμύριο.
Η απουσία Πρωτοβάθμιας Φροντίδας φέρνει και παράπλευρες απώλειες
Χρειάζεται να εξασφαλιστεί η παρακολούθηση όλων των νοσούντων και ευπαθών ομάδων, ακόμα κι αν δεν χρειάζεται νοσηλεία. Εδώ ο ρόλος της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας είναι καθοριστικός. Η διαχρονική απουσία οικογενειακού γιατρού, νοσηλευτών, κοινωνικών λειτουργών που να ασχολούνται με την πρόληψη, να έχουν άμεση επαφή με τον πληθυσμό (νοσούντες και μη), να γνωρίζουν το ιστορικό, τις συνήθειες, τις συνθήκες διαβίωσης και εργασίας, μπορεί να αποβεί μοιραία σε περιπτώσεις όπως τώρα. Τα υποστελεχωμένα, με συμβασιούχους Κέντρα Υγείας, χωρίς σοβαρές υποδομές και μέσα, δεν μπορούν να παίξουν αυτόν το ρόλο. Αλλωστε οι γιατροί αυτοί ονομάστηκαν και επίσημα «gatekeepers» (φύλακες της πύλης), δηλαδή φραγμός για την πρόσβαση στην τριτοβάθμια δομή, στον νοσοκομειακό ειδικό. Πόσο είναι το ποσοστό του πληθυσμού που διαθέτει οικογενειακό γιατρό με τον οποίο μπορεί να επικοινωνήσει άμεσα και να απευθυνθεί, όπως λένε οι οδηγίες; Μπορεί αλήθεια να γίνει ολοκληρωμένη ιατρική εκτίμηση από απόσταση, χωρίς η αναφερόμενη συμπτωματολογία να συνδυαστεί με κλινική εξέταση; Υπάρχει κίνδυνος, στη λογική της μη διασποράς της νόσου, να υποτιμηθούν τα συμπτώματα, να μην αναγνωριστούν κλινικά σημεία και εργαστηριακά ευρήματα για τα οποία υπάρχουν ήδη μελέτες. Αυτό έγινε με την 40χρονη μητέρα τριών παιδιών στην Καστοριά.
Ποια είναι η μέριμνα αυτήν την περίοδο για τους χρονίως πάσχοντες που δεν νοσούν; Αναφερόμαστε σε ασθενείς με σοβαρά νοσήματα οι οποίοι πρέπει να παρακολουθούνται τακτικά και να επανελέγχονται η κατάστασή τους και η αγωγή τους. Πολλοί παρακολουθούνται στις νοσοκομειακές δομές και τώρα έχουν αποκλειστεί λόγω της αναστολής της τακτικής λειτουργίας τους. Μια πιθανή απορρύθμιση, από πλήθος αιτιών, θα σήμαινε επιβάρυνση της κατάστασής τους και πιθανώς την ανάγκη νοσηλείας τους. Σε συνηθισμένες συνθήκες αποτελούν μεγάλο ποσοστό των νοσηλευομένων, των εισαγωγών στα δημόσια νοσοκομεία, ακόμα και αυτών που θα χρειαστούν εντατική φροντίδα. Πρέπει να εξασφαλιστεί η πρόσβασή τους σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη αν δεν θέλουμε να συρρέουν τελευταία στιγμή και στο «παρά 5», διότι δεν πρέπει να επιβαρυνθεί το σύστημα Υγείας αυτήν την περίοδο. Να μην αποτελέσουν και αυτοί παράπλευρες απώλειες.
Η ανεπάρκεια του ΕΣΥ υπήρχε και πριν από την πανδημία. Και πριν από την πανδημία δεν ήταν δυνατό να βρεθεί κρεβάτι σε ΜΕΘ για αρκετούς ασθενείς που διασωληνώνονταν σε κοινό θάλαμο ή που χρειάζονταν Μονάδα Αυξημένης Φροντίδας λόγω της βαρύτητας της κατάστασής τους, με τραγικά αποτελέσματα στην αναμονή για ένα κρεβάτι σε ΜΕΘ. Οι Παθολογικές και Πνευμονολογικές κλινικές δεν μπορούν ούτε σε «ειρηνική περίοδο» να διαχειριστούν τον όγκο των εισαγωγών, που πολλές φορές είναι υπερδιπλάσιες των κλινών που διαθέτουν. Τα ράντζα και η νοσηλεία σε γειτονικές κλινικές (π.χ. ασθενής της Παθολογικής να νοσηλεύεται σε κρεβάτι της Χειρουργικής), επειδή δεν φτάνουν τα κρεβάτια, είναι καθημερινό και γνωστό φαινόμενο. Πώς θα αντεπεξέλθεις αν υπάρχουν αντίστοιχες - και μεγαλύτερες - ανάγκες για νοσηλεία βαρέως πασχόντων ασθενών COVID-19;
Δεν περιμένουμε να κάνουμε μετά «ταμείο»
Η κυβέρνηση, όπως και οι προηγούμενες, έχει μεγάλη ευθύνη. Πρέπει εδώ και τώρα να υλοποιήσει τα αιτήματα των υγειονομικών και του λαού για πρόσληψη όλου του απαραίτητου προσωπικού, για να εξασφαλίσει τα απαραίτητα μέσα προστασίας, τον ιατρικό εξοπλισμό, τις αντίστοιχες δομές. Να επιτάξει τον ιδιωτικό τομέα Υγείας.
Δεν θα περιμένουμε να κάνουμε «ταμείο» μετά. Ο λογαριασμός θα πληρωθεί τώρα από το λαό. Οι υγειονομικοί θα είναι στην πρώτη γραμμή και θα δώσουν τη μάχη με αυτοθυσία για να διασφαλίσουν την υγεία του λαού.
Οσες ιδιαιτερότητες και δυσκολίες έχει η μάχη με τον ιό, άλλες τόσες είναι οι δυνατότητες που έχουμε να βγούμε κερδισμένοι με βάση την εξέλιξη της επιστήμης και την εμπειρία μας. Εξαρτάται ποιος σχεδιάζει, ποιος παράγει, με ποιο σκοπό, ποιες ανάγκες καλύπτει. Ο καπιταλιστικός τρόπος έχει ξεπεραστεί προ πολλού. Αυτή η πανδημία το επιβεβαιώνει για άλλη μια φορά.
Θοδωρής ΑΛΩΝΙΣΤΙΩΤΗΣ
Γιατρός, παθολόγος στο Νοσοκομείο «Αγία Ολγα», μέλος του ΓΣ της ΟΕΝΓΕ